- φιλοϋγιής
- φῐλο-ϋγιής [pron. full] [ῠ], ές,A loving health, Arist.EE1222a32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοϋγιής — και δ. γρφ φιλυγιής, ές, Α αυτός που αγαπά την υγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὑγιής] … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλυγιής — ές, Α (δ. γρφ.) βλ. φιλοϋγιής … Dictionary of Greek